- σχετικός
- -ή, -ό / σχετικός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» — έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγοςβ. «πεπρᾱχθαί φησι κατ' ἀλήθειαν ἢ κατὰ συνάφειαν σχετικὴν δουλοπρεποῡς καὶ ἀνυποστάτου μορφῆς», Θεοδώρ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με κάποιον, οικείος, γνώριμος2. αυτός που υφίσταται υπό όρους, που εξαρτάται από ορισμένους όρους, εξαρτημένος, σε αντιδιαστολή προς τον απόλυτο («το βάρος τού ανθρώπου είναι σχετικό με το ύψος του»)3. συνεκδ. αυτός που υπάρχει σε μικρή ποσότητα, μέτριος, αρκετός («έχει σχετική μόρφωση»)4. το ουδ. ως ουσ. το σχετικό(φιλοσ.) α) έννοια με την οποία υποδηλώνεται ότι τα αντικείμενα, τα γεγονότα και οι διαδικασίες τής αντικειμενικής πραγματικότητας εξαρτώνται από άλλα αντικείμενα, γεγονότα ή διαδικασίεςβ) αυτό που εξαρτάται από ένα υποκείμενο, το υποκειμενικό, όπως λ.χ. είναι τα αισθήματα τού θερμού και τού ψυχρού, που ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, σε αντιδιαστολή προς το αντικειμενικό, που ισχύει για όλα τα άτομα ομοίως5. φρ. «σχετική κίνηση»φυσ. κίνηση αναφερόμενη σε σύστημα το οποίο δεν θεωρείται ακίνητο, όπως λ.χ. είναι η κίνηση ενός βλήματος ως προς τη Γηαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση, στη συγκράτηση, ανασταλτικός2. σταθερός, μόνιμος3. πρόσκαιρος, παροδικός («σχετικὸς πυρετός», Γαλ.).επίρρ...σχετικώς / σχετικῶς, ΝΜΑ, και σχετικά Ννεοελλ.1. εξαρτημένα, υπό όρους, σε αντιδιαστολή προς το απολύτως2. σε αρκετό βαθμό («είναι σχετικά όμορφη»)νεοελλ.-μσν.σε σχέση με κάτι άλλο, αναφορικά μεμσν.-αρχ.με ευμενή, ευνοϊκή διάθεση, φιλικάαρχ.ως αποτέλεσμα πρόσκαιρης κατάστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω* (πρβλ. σχέσθαι, σχέσις, σχετέος) + κατάλ. -τικός (πρβλ. βοηθη-τικός). Το επίθ. με την αρχ. σημ. «ανασταλτικός» διατηρεί τη σημ. τής ρίζας τού έχω *segh- «κρατώ στερεά» (πρβλ. σχετέος, σχετήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.